- περιστέλλον
- περιστέλλωdresspres part act masc voc sgπεριστέλλωdresspres part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευφημισμός — ο (ΑΜ εὐφημισμός) [ευφημίζω] 1. έπαινος, εγκώμιο, εύφημη μνεία 2. γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο γίνεται χρησιμοποίηση εύφημης λέξεως για κάτι δυσάρεστο ή κακό: Εύξεινος πόντος αντί άξενος πόντος, γλυκάδι αντί ξίδι, Ευμενίδες αντί Ερινύες… … Dictionary of Greek